ἀψῖδι

ἀψῖδι
ἁψίς
loop
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁψῖδι — ἁψίς loop fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψίδι — και αψίδι, το, Ν το πρόσθιο επάνω μέρος τού παπουτσιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ἁψίς, ῖδος «θηλιά, τόξο, καμάρα» Ο τ. ψίδι με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος (πρβλ. ὀμμάτιον: μάτι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”